υποκινητής

υποκινητής
[ипокинитис] ουσ. а. инициатор, зачинщик, подстрекатель,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποκινητής" в других словарях:

  • υποκινητής — ο, θηλ. υποκινήτρια, Ν 1. αυτός που υποκινεί, που παρακινεί κάποιον 2. βιολ. ερέθισμα το οποίο προκαλεί μια ειδική για ένα βιολογικό είδος συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Το αρσ. υποκινητής μαρτυρείται από το 1835 στον Ε.Α. Σίμο, ενώ το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • υποκινητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που υποκινεί, που παρακινεί σε κάτι, ο εμπνευστής, ο ηθικός αυτουργός: Υποκινητές ταραχών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής …   Dictionary of Greek

  • κινητής — ο (ΑΜ κινητής) [κινώ] 1. αυτός που κινεί κάτι 2. αυτός που εφευρίσκει κάτι, ο δημιουργός («ὦ καινών ἐπῶν κινητά καί μοχλευτά», Αριστοφ.) νεοελλ. ο υποκινητής αρχ. ο στασιαστής, ο ταραχοποιός …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • υποσευαντήρ — ῆρος, ὁ, Α υποκινητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σεύω «διώχνω, απομακρύνω» + κατάλ. τήρ*, κατά το λυμαντήρ] …   Dictionary of Greek

  • Άισνερ, Κουρτ — (Kurt Eisner,Βερολίνο 1867 – Μόναχο 1919). Γερμανός σοσιαλιστής συγγραφέας και πολιτικός. Διετέλεσε συντάκτης του Φόρβερτς (1898) από το οποίο αποχώρησε το 1906. Εγκαταστάθηκε τότε στο Μόναχο, όπου εργάστηκε σε εφημερίδα. Το 1918 φυλακίστηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμούνδαρος — Όνομα Σαρακηνών ηγεμόνων. 1. Α. Α’ (5ος αι. μ.Χ.). Αρχηγός των Σαρακηνών της Περσίας και ένας από τους πιο επικίνδυνους πολέμιους του Βυζαντίου την περίοδο της βασιλείας του Θεοδοσίου Β’. Σε φονικότατη μάχη με τους Βυζαντινούς αναγκάστηκε να… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρ — (Albert).Ψευδώνυμο του Γάλλου σοσιαλιστή εργάτη Αλεξάντρ Μαρτίν (Alexandre Martin,1815 – 1895), ο οποίος συμμετείχε στην προσωρινή κυβέρνηση μετά την επανάσταση του 1848. Ιδρυτής και εκδότης της εργατικής εφημερίδας Εργαστήριο (L’ Atelier), πήρε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»